Ο Κερατόκωνος

Ο κερατόκωνος, είναι μια σχετικά συχνή οφθαλμική νόσος, εκτατική, μη φλεγμονώδης δυστροφία του κεντρικού κερατοειδούς. Ο κερατοειδής λαμβάνει ένα κωνικό σχήμα, προκαλώντας έναν ανώμαλο εξελίσσιμο αστιγματισμό με συνέπεια μια θόλωση της όρασης. Η αιτιολογία του είναι πολυπαραγοντική περιλαμβάνοντας κληρονομικότητα, βιοχημικές ανωμαλίες και αυτοπροκληθέν μηχανικό τραύμα του κερατοειδούς. Η θεραπεία του παραμένει η χρήση σκληρών φακών επαφής. Η μειοψηφία των ασθενών χρειάζεται μια επέμβαση κερατοπλαστικής δηλ. μεταμόσχευσης του κερατοειδούς για επανάκτηση της όρασης όταν οι άλλες θεραπείες δεν έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Εισαγωγή-Παθογένεση

Ο κερατόκωνος, είναι μια δυστροφία κατά την οποία ο κερατοειδής λαμβάνει μια κωνική μορφή. Το αποτέλεσμα είναι ένας ανώμαλος αστιγματισμός με συνέπεια πτώση και θόλωση της όρασης. Η ασθένεια προσβάλλει και τα δύο μάτια και εμφανίζεται στην ηλικία μεταξύ 10 και 30 ετών.

Ο κερατόκωνος θεωρείται μια πολυπαραγοντική ασθένεια. Πολλές μελέτες συγκλίνουν στην άποψη ότι ο κερατόκωνος οφείλεται σε μεταβολικές ανωμαλίες του κερατοειδούς. Η συσχέτιση της νόσου με άλλες μεταβολικές ασθένειες υποστηρίζει αυτή την άποψη.

Η κληρονομικότητα δεν έχει ακόμη καθορισθεί. Ομως η θεωρία αυτή υποστηρίζεται από το γεγονός ότι δίδυμα αδέρφια εμφανίζουν σε υψηλό ποσοστό κερατόκωνο. Τελευταίες μελέτες δείχνουν ότι ασθενείς με θετικό οικογενειακό ιστορικό εμφανίζουν κερατόκωνο σε 6%-8% των περιπτώσεων. Σε οποιαδήποτε περίπτωση το παιδί γονέων με κερατόκωνο έχει 1/100 πιθανότητα να εμφανίσει την ίδια ασθένεια.

Μια από τις συχνές αιτίες του κερατόκωνου είναι και το μηχανικό τραύμα προκαλούμενο από το έντονο «τρίψιμο» των ματιών με τα χέρια μας. Εχει βρεθεί συσχέτιση της νόσου με αλλεργικές διαθέσεις και έκζεμα στην περιοχή των ματιών. Η μηχανική αυτή θεωρία επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι πολλοί ασθενείς με κερατόκωνο έχουν μαλακά βλέφαρα και προκαλείται εύκολα το γύρισμα τους. Το σύνδρομο Down επίσης είναι ένας άλλος παράγοτας κινδύνου για την εμφάνιση της ασθένειας.

Διάγνωση

Ο ασθενείς , στα αρχικά στάδια, παραπονιούνται για μια μειωμένη οπτική οξύτητα. Η φυσική εξέταση δεν δίνει πάντοτε στοιχεία για μια σίγουρη διάγνωση. Ωστόσο η κερατομέτρηση μπορεί να δώσει αλλοιωμένες παραμέτρους. Ο ασθενής παρουσιάζει έναν ανώμαλο εξελικτικό αστιγματισμό που δεν είχε πριν. Σε πιο προχωρημένα στάδια η διάγνωση είναι πιο εύκολη και με την βοήθεια της σχισμοειδούς λυχνίας ο κερατοειδής εμφανίζει την γνωστή κωνική μορφή καθώς και λέπτυνση και θόλωση της κεντρικής περιοχής του.

Η σίγουρη διάγνωση, όμως, τίθεται με την βοήθεια ενός ηλεκτρονικού μηχανήματος και με μια εξέταση που ονομάζεται «τοπογραφία κερατοειδούς» (corneal map). Με την εξέταση αυτή λαμβάνουμε μια δισδιάστατη έγχρωμη απεικόνηση της τοπογραφίας του κερατοειδούς βάση της οποίας κάνουμε διάγνωση ακόμα και στις υποκλινικές μορφές δηλ. εκείνες που δεν έχουν εμφανίσει συμπτώματα.

Αντιμετώπιση

Στον πρώιμο κερατόκωνο η διόρθωση με γυαλιά για τον αστιγματισμό είναι ο πιο εύκολος τρόπος αντιμετώπισης. Ωστόσο, ο κύριος τρόπος θεραπείας του κερατόκωνου είναι η εφαρμογή ημίσκληρων φακών επαφής, οι οποίοι μεταβάλλουν την ανώμαλη κωνική καμπυλότητα του. Οι μαλακοί φακοί δεν έχουν ένδειξη εφόσον δεν μεταβάλλουν δραματικά την καμπυλότητα του κερατοειδούς.

Νεότερη μέθοδος παραχειρουργικής αντιμετώπισης του κερατόκωνου θεωρείται το collagen cross-linking (CxL). Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιεί υπεριώδη ακτινοβολία (30 λεπτά έκθεση του οφθαλμού στην λάμπα) και ταυτόχρονη ενστάλλαξη ενός φαρμάκου σε σταγόνες, την ριβοφλαβίνη. Με τον τρόπο αυτό στον κερατοειδή προκαλείται μια «αυτογήρανση» και αυτό έχει ως συνέπεια την σταθεροποίηση του κώνου στην φάση στην οποία βρίσκεται. Ενδείκνυται για αρχόμενους κερατόκωνους, σε άτομα νεαράς ηλικίας (κάτω των 30 ετών) και σε κερατοειδείς με όχι προχωρημένη λέπτυνση (πάνω από 400 μm πάχος)

Η χειρουργική επέμβαση χρειάζεται στο 10% περίπου των ασθενών. Η επέμβαση η οποία γίνεται είναι η διαμπερής κερατοπλαστική ή μεταμόσχευση κερατοειδούς κατά την οποία αντικαθιστάται ο πάσχων κερατοειδής από έναν άλλον φυσιολογικό. Η επέμβαση γίνεται με τοπική ή γενική αναισθησία ενώ δεν είναι απαραίτητη η νοσηλεία. Τα αποτελέσματα είναι πολύ καλά. Μια οπτική οξύτητα 5/10 μετεγχειρητικά αγγίζει το 90%. Το 60% των ασθενών χρειάζονται εφαρμογή φακού επαφής μετεγχειριτικά λόγω του αστιγματισμού που προκαλείται από την τοποθέτηση ραμμάτων. Τα ράμματα αφαιρούνται συνήθως μετά από 1 χρόνο.